- κώπην
- κώπηhandlefem acc sg (attic epic ionic)κωπάωimperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)κωπάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
POMALE — a POMI similitudine, Gallis est ensis capulus; sed clausula; ita enim et Graeci modo μῆλον, modo κατακλεῖδα vocant, dicuntque κατακλείειν τὸ ζίφος de ense, cui capulus additur. Vetus Interpres Nicandri in Alexipharmacis, ad illud, μύκης ὅτι… … Hofmann J. Lexicon universale
POLLEX, a POLLENDO — quod vi et potestate inter coeteros digitos polleat; Graecis proin ἀντίχειρ, quasi manus altera dictus; apud Antiquos multum venerationis habuit: Minervae una cum reliquis digitis consecratus. Significabant autem diversô eius gestu varios animi… … Hofmann J. Lexicon universale
επιμαίομαι — ἐπιμαίομαι (Α) 1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.) 2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.) 3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.) 4 … Dictionary of Greek
καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… … Dictionary of Greek
χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] … Dictionary of Greek